- υπερρεαλιστικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τον υπερρεαλιστή ή τον υπερρεαλισμό (βλ. λ.): Υπερρεαλιστική έκφραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερρεαλιστικός — ή, ό, Ν [υπερρεαλιστής] χαρακτηριστικός τού υπερρεαλισμού, σουρρεαλιστικός … Dictionary of Greek
Λόρκα, Φεντερίκο Γκαρθία — (Federico Garcia Lorca, Φουεντεβακέρος, Γρενάδα 1898 – 1936). Ισπανός ποιητής και δραματουργός. Γιος αγρότη και δασκάλας, φοίτησε σε ένα σχολείο ιησουιτών, ενώ το 1923 έλαβε πτυχίο νομικής. Σε όλη τη διάρκεια των σπουδών του (1913 28) σύχναζε… … Dictionary of Greek